Sunday 20 February 2022

A small plot of land (ένα μικρό κομμάτι γης)

Υπάρχει ένα τραγούδι, με τίτλο A small plot of land (ένα μικρό κομμάτι γης) , που είναι χαμένο μέσα στις εκατοντάδες χιλιάδες πλευρές δίσκων βινυλίου που έχουν εκδοθεί από την δεκαετία του 50. Οι περισσότεροι δεν το έχουν ακούσει ποτέ, ενώ οι λίγοι που το άκουσαν το άφησαν να βυθιστεί στην αφάνια, χωρίς να το θυμηθούν ξανά, παρότι ο τραγουδιστής που το τραγουδά, έγινε αργότερα διάσημος, αλλά με άλλο είδος μουσικής. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι μάλλον απλοικοί και τετριμμένοι, αφού μιλούν για ένα μικρό παιδί στην επαρχία που θέλει να δει τον κόσμο αλλά είναι δεσμευμένο από τον πατέρα του και την γεωργική παράδοση της οικογένειάς του, αλλά, το κυριότερο, από τον ίδιο του τον φόβο για τον κόσμο μακρυά από το σπίτι του. Και ενώ από την μια, η άγνοιά του , κάνει τον κόσμο μακρυά από το σπίτι του να φαντάζει συναρπαστικός και την ζωή λιγότερο κοπιαστική, σε σχέση με την εργασία του στα χωράφια, η ίδια αυτή άγνοια τον κάνει να αισθάνεται προστατευμένος στο μικρό κομμάτι γης του κόσμου, που η τύχη τον έριξε. Ο στιχουργός του τραγουδιού, πιθανότατα επειδή κατανοεί την αδυναμία των στίχων, καταλήγει με μια όμορφη και αρκετά επιτυχημένη, κατά την γνώμη μου, φιλοσοφημένη παρομοίωση, όπου με το “μικρό κομμάτι γης” υποννοεί και την τελευταία κατοικία του ανθρώπου, καταδεικνύοντας έτσι είτε την ματαιότητα των ονείρων μετά την πάροδο χρόνων, είτε ότι αυτό το κομμάτι γης αποτελεί τον τάφο των ονείρων του νέου. Ήμουν καθισμένος σε μία άδεια ξαπλώστρα ενός κλειστού παραλιακού μπαρ, φορώντας μαρκυμάνικο, όχι τόσο για τη βραδυνή ψύχρα, όσο για την αποφυγή των κουνουπιών. Το ραδιοφωνάκι έπαιζε δίπλα μου, στα βραχέα, πιάνοντας σταθμούς από την Τουρκία και την Αραβία, ή ίσως να ήταν από την Αίγυπτο και την Συρία, τον Λίβανο και την Ιορδανία. Μέρη εξωτικά και επικίνδυνα, ακόμη και όταν δεν έχουν πόλεμο. Κατέληξα να ακούω έναν από αυτούς, όταν κουράστηκα να ψάχνω τους τοπικούς σταθμούς στα FM που έπαιζαν σκυλάδικα. Μία άγνωστη γλώσσα, άλλωτε σκληρή και άλλωτε μελωδική, έκοβε την ροή των τραγουδιών. Δεν ξέρω τι με κρατούσε σε αυτόν τον σταθμό, αλλά κάθε τραγούδι, κυρίως αγγλικά αλλά και κάποια γαλλικά και ιταλικα, μου δημιουργούσε μία αίσθηση νοσταλγίας που προσπάθησα να εξηγήσω στον εαυτό μου. Ίσως να ήταν αυτός ο χαμηλός διαρκής βόμβος που έχουν οι σταθμοί στα βραχέα, ή που ο ήχος μοιάζει να βγαίνει από τούννελ, και κάνει πιό έντονη την αίσθηση ότι ταξιδεύει από πολύ μακρυά, όχι μόνο μακρυά σε απόσταση αλλά και από άλλο χρόνο. Από την άλλη θα μπορούσε να ήταν μία μορφή νοσταλγίας που διαστέλει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, μια νοσταλγία επειδή τελείωνε το καλοκαίρι. Και εγώ βρισκόμουν σε αυτόν τον τόπο, το λιμάνι της μικρής κωμοπόλης από την οποία κατάγεται η μητέρα μου, μόνος μου, χωρίς μεταφορικό μέσο για να πάω οπουδήποτε αλλού, εκτός από τα μέρη που μπορούσα να πάω με τα πόδια. Με τα βουνά πίσω μου ήδη τυλιγμένα στο σκοτάδι και τα βουνά μπροστά μου, σαν στήθος νέας γυναίκας που ετοιμάζεται να ρίξει ένα μαύρο σάλι πάνω της. Και ανάμεσα, σαν σκηνή θεάτρου, ολόφωτη η προκυμαία που προστατεύει το λιμανάκι, και αποτελεί μία φτωχή προέκταση 70 μέτρων στον ήδη μικρό περίπατο της παραλίας. Και σήμερα, όπως και τις προηγούμενες μέρες, δεν παίζει τίποτε εκεί. Και ξαφνικά, αυτό το κομμάτι έπαιξε και μου μίλησε. Νομίζω ότι εάν το άκουγα οπουδήποτε αλλού, ή σε άλλη περίσταση, δεν θα του έδινα σημασία.

No comments:

Post a Comment