Monday 21 February 2022

Ένα αληθινό όνειρο. Όσο αληθινό μπορεί να είναι ένα όνειρο.

Δεν ήξερα ότι έβλεπα όνειρο, μέχρι που ξύπνησα κλαίγοντας στις 4 το πρωί. Και η ένταση του ονείρου με κράτησε ξύπνιο, ωσότου απελπισμένος για την δύσκολη μέρα που θα ακολουθούσε, το πήρα απόφαση ότι δεν θα ξανακοιμόμουν και σηκώθηκα για να φτιάξω ένα δυνατό καφέ. Συνήθως ξεχνάω τα όνειρα, όταν διακόπτονται από τον ήχο του ξυπνητηριού, και όσα επιμένουν αλλά θέλω να ξεχάσω, τα αφήνω να μαραζώσουν στο φως της ημέρας. Αυτό όμως ήταν πολύ έντονο και το θυμόμουν και το επόμενο βράδυ. Σκέφτηκα τότε να δοκιμάσω να το ξορκίσω γράφοντάς το. Θα το διάβαζα ξανά και ξανά, μέχρι η επανάληψη να το λειάνει και να μην με ενοχλεί πιά. Μέγα λάθος. Οι ρυθμοί της ζωής είναι τόσο έντονοι που δεν πρόλαβα να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιο μου. Το σημειωματάριο που το είχα γράψει ξεχάστηκε στο κομοδίνο μου και σιγά σιγά ξέχασα και το όνειρο. Όμως τώρα ήταν εκεί για να το ξαναθυμηθώ. Είχα επισκεφθεί το σπίτι του παππού μου στο χωριό. Παρότι τώρα που το σκέφτομαι δεν έμοιαζε σε τίποτε με το πραγματικό σπίτι του παππού μου. Το σπίτι είχε ένα μακρόστενο παρτέρι μπροστά του, γεμάτο δέντρα που άνθιζαν. Τα δέντρα αυτά αποτελούσαν εντονότερη εικόνα και ανάμνηση από το ίδιο το σπίτι, του οποίου έβλεπα την πόρτα μόνο. Στο παρτέρι, διέκρινα μία συκιά, μία μουριά, άλλα δέντρα και πολλούς θάμνους αλλά μπροστά μπροστά, ένα δέντρο που για αυτό αισθανόμουν περήφανος και αγαπούσα ιδιαιτέρως. Το αναγνώρισα ως λωτό, άν και τα άνθη του έμοιαζαν περισσότερο με ορχιδέες. Πολλές σφήκες και μέλισσες καθόντουσαν πάνω στα άνθη αυτά, ξετρελαμένες με το πλούσιο νέκταρ τους και μοιραζόμουν και εγώ τον ενθουσιασμό τους τόσο λόγω της ομορφιάς των ανθών, όσο και από την γνώση ότι θα έδιναν πολλούς καρπούς. Και ο λωτός είναι ένα από τα φρούτα που μου αρέσουν πολύ. Αριστερά από το παρτέρι ήταν ένα παγκάκι στο οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που μου φαινόταν οικείος, με γυαλιά και καμπαρτίνα. Του έδειξα με ενθουσιασμό τα άνθη και μάλιστα σήκωσα από κάτω ένα που είχε σπάσει και τον πλησίασα να του το δείξω. Δεν είχα προλάβει να τον πλησιάσω όταν ένας άλλος άνθρωπος με τα ίδια ρούχα, μαύρη καμπαρτίνα, κουστούμι και γυαλιά με μεγάλο χρυσό σκελετό, πλησίασε το δέντρο και έκοψε ένα μεγάλο μέρος από τα άνθη, καταστρέφοντας ταυτοχρόνως πολλά ακόμη. Αμέσως τον πλησίασα ζητώντας του έντονα αλλά ευγενικά να μην το κάνει αυτό. Εκείνος συνέχισε και άρχισα να του φωνάζω και να τον πλησιάζω με απειλητικές διαθέσεις. Με απέφυγε και περπατώντας με γρήγορα βήματα έφτασε στο πίσω μέρος του σπιτιού που είχε ένα πετρόκτιστο τοίχο και πίσω από αυτόν ήταν το νεκροταφείο. Στρίβοντας πίσω από τον τοίχο που μας χώριζε από το νεκροταφείο, τον έφτασα και του είπα ότι λυπάμαι που του φώναξα, αλλά δεν με άκουγε που του μίλησα ευγενικά και δεν ανέχομαι να χαλάνε το δέντρο που στο κάτω κάτω μου ανήκει, ειδικά όταν ανθίζει επειδή με αυτόν τον τρόπο δεν θα έδινε καρπούς. Δεν μου απάντησε καθόλου και αγνοώντας με επιδεικτικά, άρχισε να περπατά γρήγορα, επιστρέφοντας στο παρτέρι με τα δέντρα. Ο ήλιος ήταν κότρα και ο άνθρωπος χάθηκε μπροστά στον φωτεινό δρόμο. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο δυνατό φως είδα με φοβερή λύπη ότι όλα τα φυτά, δέντρα και θάμνοι από το παρτέρι ήταν κομμένα σύριζα. Έπεσα κάτω κλαίγοντας και έλεγα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να θέλω πιά από αυτό το μέρος και ότι θα έφευγα στα ξένα. Και ήταν τόσο έντονη η λύπη μου, που ξύπνησα κλαίγοντας.

No comments:

Post a Comment